ἐπακολούθως

ἐπακολούθως
ἐπακόλουθος
following
adverbial
ἐπακόλουθος
following
masc/fem acc pl (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • επακόλουθος — η, ο (AM ἐπακόλουθος, ον) [επακολουθώ] αυτός που επακολουθεί, που ακολουθεί ύστερα από κάτι άλλο νεοελλ. (το ουδ. συν. στον πληθ. ως ουσ.) τα επακόλουθα αποτελέσματα, επιγεννήματα, συνέπειες μσν. φρ. «ἐπακόλουθος τῆς συγκλήτου» συγκλητικός, μέλος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”